- περιέλιξις
- περιέλιξιςcircumvolutionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιελίξει — περιέλιξις circumvolution fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιελίξεϊ , περιέλιξις circumvolution fem dat sg (epic) περιέλιξις circumvolution fem dat sg (attic ionic) περιελίσσω roll aor subj act 3rd sg (epic) περιελίσσω roll fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιελίξεις — περιέλιξις circumvolution fem nom/voc pl (attic epic) περιέλιξις circumvolution fem nom/acc pl (attic) περιελίσσω roll aor subj act 2nd sg (epic) περιελίσσω roll fut ind act 2nd sg περϊελίξεις , περιελίσσω roll aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέλιξιν — περιέλιξις circumvolution fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέλιξη — η / περιέλιξις, ίξεως, ΝΜΑ [περιελίσσω] περιτύλιξη, τύλιγμα γύρω από κάτι νεοελλ. 1. (ηλεκτρολ.) χαρακτηρισμός τού τρόπου με τον οποίο ένας αγωγός περιτυλίσσεται για τη διαμόρφωση σπείρας 2. ναυτ. η εργασία κατά την οποία χοντρό σχοινί τυλίγεται… … Dictionary of Greek
ՇՐՋԱԲԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c գ. περιφορά, περίοδος, περιαγωγή, περιελίξις circumfactio, conversio. Շրջաբերիլն. շրջանակումն. հոլովումն. պարբերութիւն. պարագայութիւն. շրջան. դարձուած … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
περιελίξεως — περιελίξεω̆ς , περιέλιξις circumvolution fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)